- παραπληθω
- παραπλήθωπαρα-πλήθωбыть полным
(παρὰ δὲ πλήθωσι τράπεζαι σίτου καὴ κρειῶν Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(παρὰ δὲ πλήθωσι τράπεζαι σίτου καὴ κρειῶν Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
παραπλήθω — Α είμαι γεμάτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + πλήθω «είμαι πλήρης»] … Dictionary of Greek